- πολύπλαγκτος
- -ον, Α1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ.β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.)2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση3. (για τον νου και τη σκέψη) εκείνος που σφάλλει πολύ («πολύπλαγκτοι πραπίδες», Ελλ. Επιγράμμ.)4. εκείνος που οδηγεί κάποιον σε παρέκκλιση από τον στόχο του, που τόν παραπλανά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος].
Dictionary of Greek. 2013.